δικτατορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δικτάτορα 2. αυταρχικός, αυθαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωνν. Σάθα] … Dictionary of Greek
ζορμπαλίδικος — η, ο αυθαίρετος, βίαιος, σατραπικός, δεσποτικός, δικτατορικός … Dictionary of Greek
φασιστικός — ή, ό, Ν [φασίστας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασισμό ή στον φασίστα 2. (κατ επέκτ.) ολοκληρωτικός, δικτατορικός, δεσποτικός … Dictionary of Greek
Βούλγαρης, Δημήτριος — (Ύδρα 1801 – Αθήνα 1877). Πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας. Επιβλητική πολιτική φυσιογνωμία του 19ου αι., ο Β. κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας κυρίως στην εικοσαετία πριν από την άνοδο του Χαριλάου Τρικούπη (1855 75). Ορφανός από… … Dictionary of Greek
φασιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φασισμό ή το φασίστα (βλ. λ.): Φασιστικές οργανώσεις. 2. απολυταρχικός, δικτατορικός, δεσποτικός, που επιβάλλεται με τη βία: Η φασιστική διακυβέρνηση του Γ. Παπαδόπουλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)